ξελαφρώνω

ξελαφρώνω
βλ. ξαλαφρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκδουλώνω — και ξεδουλώνω 1. ελευθερώνω 2. ξελαφρώνω, απαλλάσσω …   Dictionary of Greek

  • κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… …   Dictionary of Greek

  • ξαλαφρώνω — και ξελαφρώνω 1. μειώνω το βάρος, ελαφρύνω κάτι 2. γίνομαι ελαφρότερος («ξαλάφρωσε το πλοίο») 3. ανακουφίζω, ελαφρώνω 4. ανακουφίζομαι («θα σού τά πω να ξαλαφρώσω») 4. (για ασθενή) βελτιώνεται η υγεία μου, είμαι καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”